προξενήτρια

προξενήτρια
προ-ξενήτρια, , Vermittlerin

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • προξενήτρια — η, ΝΜΑ βλ. προξενητής …   Dictionary of Greek

  • προξενητής — ο, θηλ. προξενήτρια, ΝΜΑ, θηλ. και προξενήτρα Ν [προξενῶ] αντιπρόσωπος σε διαπραγματεύσεις, πράκτορας, μεσίτης νεοελλ. παροιμ. «ανύπαντρος προξενητής για λόγου του γυρεύει» λέγεται για εκείνον που επιδιώκει το δικό του συμφέρον και προσποιείται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”